μαλαχτικός, -ή

μαλαχτικός, -ή
μαλαχτικός, -ή και -ιά, -ό
1. (για φάρμακα), καταπραϋντικός, απαλυντικός.
2. το ουδ., μαλαχτικό ως ουσ., ρόφημα ή έμπλαστρο με μαλακτικές ιδιότητες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μαλαχτικός — ή, ό βλ. μαλακτικός …   Dictionary of Greek

  • μαλακτικός — και μαλαχτικός, ή, ό, θηλ. και ιά (AM μαλακτικός, ή, όν) [μαλακτός] 1. αυτός που έχει την ιδιότητα να μαλακώνει 2. κατευναστικός, καταπραϋντικός («λόγους ψυχῆς μαλακτικούς», Κ. Μανασσ.) νεοελλ. (αισθητ.) γενικός χαρακτηρισμός συστατικών τών… …   Dictionary of Greek

  • μαλακτικός — ή, ό μαλαχτικός (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”