- μαλαχτικός, -ή
- μαλαχτικός, -ή και -ιά, -ό1. (για φάρμακα), καταπραϋντικός, απαλυντικός.2. το ουδ., μαλαχτικό ως ουσ., ρόφημα ή έμπλαστρο με μαλακτικές ιδιότητες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.